καλοκαμώνομαι

καλοκαμώνομαι
1. συντελούμαι, γίνομαι εντελώς
2. ωριμάζω
3. (συν. στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαμωμένος, -η, -ο
α) (για πράγματα) καλά, τέλεια κατασκευασμένος, καλοφτειαγμένος, περίτεχνος, καλοδουλεμένος («καλοκαμωμένο έπιπλο»)
β) (κυρίως για καρπούς) καλογινωμένος, ώριμος
γ) (για πρόσ.) αυτός που έχει σύμμετρη και αρμονική διάπλαση, όμορφος, εύπλαστος («καλοκαμωμένη κοπέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε πιθ. από τη μτχ. καλοκαμωμένος < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + καμωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κάμνω (πρβλ. και κακόκαμωμένος). (Το ρ. καμώνομαι έχει σημ. «υποκρίνομαι» και όχι «κατασκευάζομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”